- πασάρω
- και πασαίρνω και πασέρνω1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι2. (κατ' επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο»)3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε συμπαίκτη μου, δίνω πάσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passare «περνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.